Let_Him_ Go Part II
«Έχεις μια περιουσία, επειδή εγώ ο μαλάκας αγόραζα διαμερίσματα και τα έγραφα σε δύο ονόματα. Ήρθες σπίτι μου κυριολεκτικά με ένα βρακί στον κώλο. Τότε ο κώλος σου τουλάχιστον άξιζε, τώρα κι αυτός είναι για πέταμα, όπως και συ ολόκληρη. Ούτε οι ίδιοι σου οι γονείς δεν σε θέλανε και σε φόρτωσαν σε μένα τον αδαή και αθώο να σε ταϊζω να σε ντύνω να σε σπουδάζω ακόμη μπας και γίνεις άνθρωπος. Κι εσύ έγινες ένα τέρας που μου ζητάει και τα ρέστα! Ούτε για φτύσιμο δεν είσαι! Ό, τι έχεις είναι δικό μου και θα το πάρω πίσω. Βάλτο καλά στο λιγοστό μυαλό σου ή όπου αλλού νομίζεις και μπορείς»
Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το μήνυμα στο viber μέχρι που η οθόνη θόλωσε και τα γράμματα πλημμύρισαν δάκρια.
Τόση κακία, τόση ευστοχία! Ο Ανέστης ήταν ευθύβολος. Πάντα. Δεν πλήγωνε απλώς. Έστριβε και το μαχαίρι αργά στην πληγή. Γιατί όλα όσα έγραφε και έλεγε ήταν αλήθεια. Σχεδόν. Ή μάλλον δεν ήταν ψέμα.
Η Χαρά ήταν από φτωχή οικογένεια. Δεν είχε κάνει ακριβές σπουδές. Δεν είχε πετύχει πολλά. Απλώς πέτυχε να ερωτευτεί παράφορα τον Ανέστη και να τον παντρευτεί. Έζησαν μαζί 23 χρόνια, έκαναν 3 παιδιά, εργάζεται μέχρι σήμερα σε δημόσια υπηρεσία. Εικοσιτρία χρόνια παντρεμένοι, τα μισά από τότε δηλαδή που ανέβηκε οικονομικά και κοινωνικά τη βρίζει κάθε μέρα από το πρωί έως το βράδυ. Χώρισαν όταν και ο μικρός Γιαννάκης πέρασε με το καλό στη Νομική Κομοτηνής και έφυγε από το σπίτι.
Είχε προηγηθεί ένας χρόνος ανείπωτης ταπείνωσης. Φαίνεται ότι η τελευταία από τις ερωμένες του Ανέστη ήταν πολύ…επιδραστική.
«Δώσε μου τα κλειδιά του σπιτιού»
«Μα δεν έχω άλλα»
«Θα σου ανοίγω να μπαίνεις όταν έρχομαι σπίτι»
«Και εάν θέλω να μπω νωρίτερα;»
«Δεν θα μπαίνεις. Θα περιμένεις στο παγκάκι να σου ανοίξω»
Η Χαρά δεν πίστευε στα αυτιά της. Όχι δεν μπορεί, είχε παραισθήσεις.
Την πρώτη εβδομάδα ο Ανέστης έφτανε σπίτι γύρω στις 17.00 της άνοιγε και ξαναέφευγε. Γυρνούσε αργά το βράδυ ίσως και ακόμη αργότερα η Χαρά δεν μπορούσε να γνωρίζει γιατί κοιμόταν.
Μετά ο Ανέστης ερχόταν αργά το βράδυ γώρω στις 23.00. Ο Γιάννης ερχόταν σπίτι από το φροντιστήριο γύρω στις 21.00 . Του χτυπούσε το κουδούνι κι έμπαινε μέσα.
«Αμάν ρε μαμά πού έχασες τα κλειδιά σου; Πήγαινε και βγάλε τέλος πάντων άλλα!»
Να πήγαινε; Κι αν ο Ανέστης έκανε φασαρία. Αφού το ήξερε ήθελε να την ταπεινώσει, να της δείξει ότι το σπίτι όπως και όλα ήταν δικά του και αυτή δεν είχε τίποτε.
Θα έκανε λίγους μήνες ακόμη υπομονή.
Στις ατέλειωτες ώρες αυτές εντόπισε μια καφετέρια με ελεύθερο ίντερνετ και έκανε την έρευνά της εκεί. Έψαξε για δικηγόρο, για σπίτι, κατέστρωνε -χωρίς πολύ κουράγιο – μια νέα ζωή.
Προσπαθούσε να περνά απαρατήρητη στο σπίτι, έτσι κι αλλιώς ο Ανέστης εμφανίζονταν για λίγες ώρες και ξανάφευγε.
Ο δύσκολος χειμώνας πέρασε. Την Άνοιξη η διάθεση της Χαράς βελτιώθηκε. Κάθισε ένα βράδυ στη μεγάλη βεράντα του σπιτιού που είχε θέα όλο το Θερμαϊκό, άναψε τσιγάρο και θυμήθηκε τα πρώτα χρόνια του γάμου της σ αυτό το σπίτι.
Ένα δυνατό γυναικείο γέλιο αντήχησε στον έρημο δρόμο. Μια ψηλή κοκκινομάλλα αγκάλιαζε ένα μεσήλικα άντρα. Τον άντρα της. Τραβήχτηκε πιο πίσω για να μην φαίνεται. Έσβησε το τσιγάρο μάζεψε το τασάκι κι ετοιμάστηκε να ξαπλώσει πριν έλθει εκείνος όταν θυμήθηκε ότι άφησε στο μπαλκόνι τη ζακέτα της. Σχεδόν έντρομη πετάχτηκε να σβήσει κάθε ίχνος παρουσίας της. Ένα λεπτό καθυστέρησης. Μόνο ένα λεπτό. Την ώρα που άρπαζε την λεπτή ζακέτα ένιωσε μια παράξενη ανατριχίλα στο σβέρκο της. Σαν τα ζώα που τους σηκώνεται η τρίχα όταν πλησιάζει ο κίνδυνος ένιωσε.
«Τι κάνεις ρε μαλακισμένη; Με παρακολουθείς;» Ωρυόμενος ο Ανέστης την έπιασε από τον σβέρκο και της έσκυψε το κεφάλι κάτω από το μπαλκόνι. Το μισό σώμα της γυναίκας βρίσκονταν έξω από την κουπαστή. Αποκομμένο το μυαλό από την πραγματικότητα έβλεπε την παραλιακή λεωφόρο της Θεσσαλονίκης επιτέλους άδεια από αυτοκίνητα! Τα φώτα από ένα διαμέρισμα στην απέναντι πολυκατοικία άναψαν. Μια σκοτεινή φιγούρα βγήκε στο μπαλκόνι και κοιτούσε προς τη μεριά τους.
«Είναι καλύτερα για σένα και για τα παιδιά να πηδήξεις. Μην το σκέφτεσαι!» Αν είχαν μιλιά τα ερπετά σίγουρα θα μιλούσαν έτσι. Ανατρίχιασε η Χαρά από τα λόγια και τη φωνή του.
Το απίστευτο σκηνικό διήρκεσε δύο τρία λεπτά που της φάνηκαν αιώνες. Μετά όλα επέστρεψαν στην παράλογη κανονικότητά τους. Μόνο που για τη Χαρά δεν τίποτε ίδιο.
………………………
«Τι θα πει ρε μαλάκα συμμετοχή στα αποκτήματα και συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας! Θα με τρελάνεις; Η μόνη συμμετοχή σε επαύξηση που είχε η μουρλή ήταν στα ασφάλιστρα του αυτοκινήτου μας που τράκαρε κάθε τρείς μήνες! Κοίτα να βγάλεις άκρη. Θα πληρώσω διατροφή για ένα δύο χρόνια ακόμη και ΤΕΛΟΣ!»
Έκλεισε το τηλέφωνο θυμωμένος και το άφησε με δύναμη πάνω στο γυάλινο τραπέζι της βεράντας.
Η Σόνια θαύμαζε τη θέα. Όλη η Θεσσαλονίκη στα πόδια τους. Από την παραλιακή λεωφόρο μέχρι τα Κάστρα. Ο Ανέστης πάλι, τα μακριά της πόδια.
Σιχτίρι μαλάκα θα σου βγάλω τα botox και θα κρεμάσει η μάπα σου σαν πατσάς πριν το βράσιμο Γαμώ το φελέκι μου για δικηγόρος. Έβαλε ένα δεύτερο ουίσκι.
Η νεαρή κοπέλα είχε κρεμαστεί από το μπαλκόνι και κοίταζε τη θέα. Έτσι όπως είχε σκύψει το κοντό της φόρεμα σηκώθηκε κι άλλο. Σίγουρα φορούσε στρίνγκ ή και τίποτε από κάτω.
Κοιτάζοντάς την ένιωσε ότι είχε έλθει η ώρα. Πήρε ένα μπλε χαπάκι για παν ενδεχόμενο και την πλησίασε από πίσω.
«Περίμενε λίγο αγάπη μου. Έρχομαι σε πέντε λεπτά» Του ξεγλίστρησε σα χέλι.
Ο Ανέστης ήπιε μια γουλιά ακόμη κι ένιωσε μια ελαφρά ζαλάδα καθώς κοιτούσε τα φώτα των αυτοκινήτων που έτρεχαν στην παραλιακή.
Ο ήλιος είχε δύσει αλλά το έντονο μωβ χρώμα παρέμενε στον ουρανό. Μωβ ή κόκκινο σκούρο ή μήπως πορτοκαλί; Το οπτικό του πεδίο έπαιρνε φωτιά το ίδιο και η καρδιά του που χτυπούσε σαν τρελή. «Μην κοιτάξεις κάτω» του έλεγε μέσα του μια φωνή, αλλά αυτός έκανε το τελείως αντίθετο. Κοιτούσε τη μικρή πλατεία από τον όγδοο όροφο του μπαλκονιού του. Ποτέ πριν δεν είχε προσέξει ότι είχε παγκάκια και δυο κούνιες που πηγαινοέρχονταν ρυθμικά.
«Είναι το καλύτερο για σένα και για τα παιδιά να πηδήξεις. Μην το σκέφτεσαι».
Ο Ανέστης δεν σκέφτονταν τίποτε πια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου