Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

Let_Him_Go

Let_Them_Go 2 Άφηνε το κινητό του ανάποδα με την οθόνη καλυμμένη. «Γιατί το κάνεις;» «Για να προστατεύεται η οθόνη» της απάντησε με το βλέμμα αγριεμένο. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες χτυπούσε κι αυτός το έπαιρνε χάνονταν μέσα στο δωμάτιο μιλώντας ψιθυριστά. Στην αρχή δεν ρώτησε. Μετά την έζωσαν τα φίδια. Ένα απόγευμα προσποιήθηκε ότι είχε κάποια δουλειά στο μπάνιο για να φτάσει πιο κοντά στην κρεβατοκάμαρα και ν ακούσει τι έλεγε. Μιλούσε ψιθυριστά. Άκουσε ένα «Κι εγώ» μετά ένα γελάκι από αυτά τα ανάλαφρα τα χαριτωμένα που δεν συνήθιζε σχεδόν ποτέ ο Στέλιος. «Θα σε πάρω αργότερα» είπε και το έκλεισε. Εκείνη έκλεισε την πόρτα του μπάνιου κι άνοιξε το νερό της βρύσης για να καλύψει κάθε θόρυβο. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη κι άρχισε να κλαίει σιωπηλά. Μετά πήρε τη σφουγγαρίστρα να τρίψει το πάτωμα. «Τελείωσες; Θέλω να μπω» της είπε εκείνος . Βγήκε έξω . «Περίμενε πέντε λεπτά να στεγνώσει και μπες» «Τι να στεγνώσει; Πλημμύρισες το μπάνιο ρε Μαρία» Εκνευρισμένος με το κινητό στο χέρι πήγε στο σαλόνι ν ανάψει την τηλεόραση. Εκείνη τον ακολούθησε. «Ποιος ήταν;» Την κοίταξε για ένα λεπτό χωρίς να την αναγνωρίσει. Φορούσε μια παλιά ρόμπα και οι παντόφλες είχαν στραβώσει στα πόδια της ή τα πόδια της ήταν στραβά και είχαν στραβώσει τις παντόφλες -δεν μπορούσε ν αποφασίσει- μύριζε πάντως χλωρίνη, μια μυρωδιά που σιχαινόταν. Ήθελε να της πει «Μην προχωρήσεις άλλο θα κάνω εμετό, αλλά δίστασε κι εκείνη την ώρα χτύπησε ξανά το κινητό του. «Δεν θα το σηκώσεις;» Το στόμα της έσταζε κι αυτό χλωρίνη τα μάτια της το ίδιο έτσι όπως γυάλιζαν το χέρι της έδειχνε το κινητό του, κι εκείνος νόμιζε ότι είχε ξαφνικά μακρύνει κι άλλο ότι μεταμορφώθηκε σε πλοκάμι έτοιμο να του το αρπάξει. Το σήκωσε, άκουσε τη μελωδική φωνή της κι ύστερα ανήμπορος το έκλεισε. Σιωπή. Μερικά δευτερόλεπτα ηρεμίας πριν από την καταιγίδα. «Ποιος ή μάλλον ποια ήταν;» Η φωνή της βγήκε στριγκιά. Τώρα την κοίταζε με απέχθεια Δεν μπορούσε να την αναγνωρίσει. Μια πρόωρα γερασμένη μέγαιρα στο σπίτι του που τέντωνε επιτιμητικά τα απαίσια χέρια της προς το μέρος του, έτοιμη να τον αρπάξει, να τον κατασπαράξει, να εξαφανίσει και το τελευταίο εκατοστό αέρα που θα μπορούσε ν αναπνεύσει. Ο Σωτήρης σηκώθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα σα να του κρατούσαν για ώρα το στόμα κλειστό κι επιτέλους του το είχαν ελευθερώσει. Το σώμα του κινήθηκε απειλητικά προς την κατεύθυνση της Μαρίας. Εκείνη νόμισε πως θα της επιτεθεί. Ο Σωτήρης την προσπέρασε και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. «Είσαι τρελή. Άκουσες; Τρελή. Πρέπει να πας σε γιατρό. Δεν σε αντέχω άλλο. Μου ρουφάς το αίμα κάθε μέρα. Μια γάγγραινα είσαι. Μέχρι να επιστρέψω να τα έχεις μαζέψει και να έχεις φύγει από το σπίτι ΜΟΥ!» Η πόρτα βρόντηξε πίσω της. Η μυρωδιά της χλωρίνης αιωρήθηκε για λίγο και στη συνέχεια έπεσε κι αυτή βαριά επάνω της. Έβγαλε με απαλές κινήσεις τη ρόμπα της, τις παντόφλες της και τα έριξε όλα σε μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Εκείνη την ώρα χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο.
"Εμπρός;" «Τον Σωτήρη παρακαλώ» Η γυναικεία φωνή ήταν απαλή κι ευχάριστη. «Δεν είναι εδώ » απάντησε μ έναν ψίθυρο και η γραμμή έκλεισε. «Τι κάνεις ρε Χριστίνα; Πήρες σπίτι του; Θα του δημιουργήσεις πρόβλημα!» «Αυτό ακριβώς θέλω!» Η Χριστίνα κοίταξε τη φίλη της ανέκφραστη και πήρε ξανά τη λίμα για τα νύχια. «Νομίζω ότι πρέπει να τα κόψω λίγο», είπε . « Άραγε θα την έπαιρνε τηλέφωνο σήμερα;» αναρωτήθηκε κι άναψε ένα ακόμη τσιγάρο. Μερικά χιλιόμετρα πιο ανατολικά, η Άννα ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Ένα κομμάτι του εαυτού της ένιωθε ανακούφιση. «Τελικά δεν είμαι τρελή όπως μου έλεγε. Υπάρχει όντως άλλη». Όλες οι δικαιολογίες που έβρισκε είχαν καταρρεύσει. Ένιωθε περιττή, ακόμη και στο σπίτι που έζησε τόσα χρόνια μαζί του. Κυρίως σ αυτό.

Damn toys (snapshots from a marriage) Άνοιξε το πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου για να πάρει ένα πανί. Ήθελε να σκουπίσει το παρμπριζ από κάτι ...