Μελίτα Τόκα Καραχάλιου
Στο πρόσωπό της τιμήθηκε η Γαλλοφωνία
Μέσα στο
καλοκαίρι, ανήμερα της επετείου της Γαλλικής Επανάστασης 14 Ιουλίου.ο Γάλλος
Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Κριστιάν Τιμονέ, τίμησε τη Θεσσαλονικιά ποιήτρια
ΜελίταΤόκα Καραχάλιου για την προσφορά της στη Γαλλοφωνία και στον πολιτισμό.
Η Μελίτα
Τόκα Καραχάλιου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη , πήρε το πτυχίο της Γαλλικής
Φιλολογίας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κι έκανε μεταπτυχιακό
στη Sorbonne , πάνω στις οπτικοακουστικές μεθόδους διδασκαλίας. Δίδαξε σε
πολλά σχολεία της Ελλάδας το «ιδεόγραμμα» κι έδωσε διαλέξεις πάνω στο ίδιο
θέμα. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Έχει εκδόσει οκτώ
ποιητικές συλλογές κι έχει βραβευθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό . Το έργο της
έχει μεταφραστεί στη γαλλική, ιταλική, αγγλική, αραβική και αλβανική γλώσσα.
Έχει μεταφράσει βιβλία από τα γαλλικά στα ελληνικά κι έχει δημοσιεύσει δοκίμια.
Το κείμενό
της : Μια Μαρτυρία : Στάση Ανάληψη!, αναφέρεται στα βιώματά της από την
Ελληνογαλλική Σχολή «Καλαμαρί» και δημοσιεύεται στο βιβλίο Θεσσαλονίκη
«Ρεπορτάζ στην άλλη πλευρά της πόλης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΗΓΗ με
αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης
(τηλεφωνικές παραγγελίες 2311 272 803 και πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο Πρωτοπορία
στην παραλία της Θεσσαλονίκης).
«Στάση Ανάληψη!, φωνάζει ο
εισπράκτορας, «θα κατέβει κανείς;»
«Non, mo Saeur , nous allons descendre a la prochaine» (Όχι αδελφή μου, θα κατέβουμε
στην επόμενη), λέει ένα ξανθό κεφάλι στην καλόγρια που συνοδεύει τη μικρή
κοριτσίστικη συντροφιά, πνίγοντας το συνωμοτικό γέλιο του, γιατί κατάφερε κι
αυτήν τη φορά να πείσει την καλόγρια να κατεβούν στη στάση Γεωργίου, για να
περπατήσουν λίγο περισσότερο, να κερδίσουν λίγο χρόνο ακόμη ελευθερίας, πριν
μπούνε στο οικοτροφείο.
«Στάση Ανάληψη! Next stop Analipsi…»
Κάθε φορά, που παίρνω το αστικό για
να κατέβω στο κέντρο της πόλης , διασχίζοντας την Βασιλίσσης Όλγας, άθελά μου,
όταν ακούω «στάση Ανάληψη» , γυρίζω μισόν αιώνα πίσω. Πενήντα ολόκληρα χρόνια!
Σε μιαν άλλη εποχή , τότε που η Βασιλίσσης Όλγας μοσχοβόλαγε από τους
ανθισμένους κήπους και τα νεοκλασσικά αρχοντικά δέσποζαν κατά μήκος της
λεωφόρου. Ανάμεσα στη στάση Ανάληψη και Γεωργίου, δίπλα στο αρχοντικό του
Φλόκα, μερικά βήματα πιο κει από το Γυμνάσιο Αρρένων, ξεχώριζε μια μεγάλη ταμπέλα
με κεφαλαία γράμματα που έγραφε «ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΑΜΑΡΙ», αναρτημένη πάνω
σε μια σιδερένια καγκελόπορτα , που φυλάσσονταν αδιαλείπτως από τον επιστάτη
του Σχολείου, τον Θεοχάρη. Δίπλα στην πόρτα υπήρχε το θυρωρείο. Ούτε κουνούπι
αρσενικό δεν τολμούσε να περάσει τα κάγκελα, η πειτήρηση ήταν πολύ αυστηρή.
Μετά το θυρωρείο ήταν η εκκλησία και
καθώς προχωρούσες από τα δεξιά , ένα τετραώροφο κτίριο, το οικοτροφείο, με
παιδιά απ όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Σε μια ευρύχωρη αυλή, γέρικα πεύκα
περιστοιχίζαν το Γυμνάσιο. Το Σχολείο ήταν
θηλέων , είχε πολλά παιδιά,με διευθύντρια την Soeuz Madeleine, καλόγρια και με Γυμνασιάρχη, την εποχή εκείνη , τον κύριο Ρόκο και
Έλληνες καθηγητές.
Στο βάθος της αυλής , προς τη
θάλασσα, ένα άλλο κτίριο στέγαζε το Ορφανοτροφείο και το γραφείο της Ma Mere, της Soeur Rochette, διευθύντριας όλης της Σχολής.
Μπροστά από το γραφείο της , σε μια γωνιά ήταν στημένο το άγαλμα της Παναγίας,
μ ένα μικρό συντριβάνι και παραδίπλα οι τουαλέτες του Σχολείου.
Μέσα σ αυτό το περιβάλλον , σαν σε ομίχλη,
διακρίνω ένα δεκατριάχρονο ξανθό κορίτσι, με ίσια μαλλιά , με την τσάντα στο
χέρι, να συνοδεύεται από τους γονείς του και να μπαίνει στο οικοτροφείο με
μεγάλη χαρά. Θα πήγαινε στο καλύτερο Σχολείο, θα μάθαινε και γαλλικά, που την
εποχή εκείνη ήταν η γλώσσα που κυριαρχούσε σ όλη την Ευρώπη και όχι μόνον.
Στο οικοτροφείο δεν υπήρχε ανσανσέρ. Μια
είσοδος σε οδηγούσε στο ισόγειο, όπου ήτανε το εστιατόριο. Εκεί, τρώγανε τα
οικότροφα κορίτσια, μια αίθουσα καθαρή, λιτή, με μεγάλα τραπέζια και πάγκους.
Στο δεύτερο όροφο, υπήρχε το αναγνωστήριο, κάθε παιδί είχε το αναλόγιό του, με
την καρέκλα του. Μπροστά από το αναλόγιο μια έδρα με υπεύθυνη να επιβλέπει την
μελέτη των παιδιών.
Στην άλλη πλευρά του ορόφου ένα
εργαστήριο, όπου μια καλόγρια, η αρμόδια του οικοτροφείου η Saeur Claire, μάθαινε στα κορίτσια
να καρικώνουν ρούχα. «Κύκνο» τη λέγανε και... ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια κάθε φορά που κάναμε μια αταξία γιατί
καθώς περπατούσε , φανερά εκνευρισμένη, το καπέλο της κουνιόταν και οι άκρες
του πήγαιναν πάνω-κάτω, σαν τα φτερά του κύκνου. Δίπλα ακριβώς και η αίθουσα πιάνου, για όποιο
παιδί ήθελε να μάθει μουσική.
Στον τρίτο όροφο, ο κοιτώνας για τα
μεγαλύτερα κορίτσια και στον τέταρτο ο κοιτώνας για τα μικρότερα. Ένας χώρος
ευρύχωρος, ηλιόλουστος, με ντουλάπες εντοιχισμένες με δώδεκα κρεβάτια, έξι από
τη μία πλευρά , έξι από την άλλη. Μόλις έμπαινες , στα δεξιά σου, μία πόρτα
οδηγούσε στον κοιτώνα της Saeur Claire , του κύκνου. Η είσοδος απαγορευόταν
αυστηρά, δεν έμπαινε κανείς μέσα. Στο βάθος οι τουαλέτες έβλεπαν στην αυλή. Από
κει κατόπτευες όλη την κίνηση του Σχολείου.
Το ξανθό κορίτσι με τα ροδαλά
μάγουλα, ενθουσιασμένο, ακούμπησε τα πράγματά του, δίπλα στο κρεβάτι του, το
δεύτερο από δεξιά και άκουσε προσεκτικά τις οδηγίες της καλόγριας. Τι έπρεπε να
κάνει μόλις ξυπνάει το πρωί πως να στρώνει το κρεβάτι του, ήσυχα να κάνει την
πρωινή τουαλέτα του, να κατεβαίνει, μετά στο αναγνωστήριο να παίρνει την τσάντα
του, κατόπιν στο εστιατόριο για το πρωινό του, με τάξη, χωρίς φωνές και μετά να
βγαίνει στην αυλή να συναντιέται με τις εξωτερικές συμμαθήτριές του.
Η αυστηρότητα , η πειρθαρχία,
υποχρεωτική και κάπου το ξανθό παιδί άρχισε να δυσανασχετεί, να στεναχωριέται,
να κλαίει.
Όλη την εβδομάδα οι οικότροφες έμεναν μέσα και ακολουθούσαν το αυστηρό
πρόγραμμα του Σχολείου. Μόνο το Σάββατο, μετά το Σχολείο, αν ερχόταν κάποιος
γονιός να πάρει το παιδί του, μόνο τότε έβγαινε από το οικοτροφείο ή όταν
τύχαινε να βγουν όλα τα παιδιά μαζί κάποιες Κυριακές συνήθως τα μεσημέρια με
καλόν καιρό, πάντα συνοδεία με την Saeur Claire, για μια βόλτα μόνο.
Κάθε φορά που περνώ με το αστικό και
ακούω «Στάση Ανάληψη», με βλέπω κρεμασμένη στην καγκελόπορτα. Με βλέπω
γαντζωμένη στα κάγκελα να περιμένω τον πατέρα μου ή την μητέρα μου να έρθουν να
με πάρουν για το Σαββατοκύριακο. Κι αλίμονο, ανα αργούσαν πέντε λεπτά! Από τη
μία σκούπιζα τα δάκρυά μου κι από την άλλη φοβόμουν , μη με δει καμιά
καλόγρια και με τιμωρήσει. Και τι
τιμωρία! Να μη βγω έξω το Σαββατοκύριακο, γιατί ήμουνα στα κάγκελα.
Η οικονόμος του Σχολείου η Saeur Marguerite μου έλεγε «Η βροχή! Πάλι βρέχει!» Με
πείραζε. Γιατί όταν μ έβλεπαν στην καγκελόπορτα , έπεφτε κι άλλη «βροχή» ,η
τιμωρία. Και η «βροχή» συνεχιζόταν μέχρι το επόμενο Σάββατο...
-«Στάση Ανάληψη!» Πενήντα χρόνια
πριν, μερικά βήματα πιο κει από το Ε Γυμνάσιο Αρρένων!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου