ΧΥΣΑΜΕΟΛΟΙ: ΜΕΤΡΩΝΤΑΣ ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ
Κάθε πρωί πήγαινε στην άκρη της θάλασσας. Άνοιγε την τσάντα της κι έριχνε μικρά άσπρα κομμάτια στο νερό.
Νόμιζα ότι ήταν ψωμί ή κάτι τέτοιο, αλλά κανένας γλάρος δεν πέταξε πιο χαμηλά. Ο άνεμος έπαιρνε τα μαλλιά της και τής έκρυβε το πρόσωπο. Αδύνατη, μικρόσωμη χωρίς άλλα χαρακτηριστικά.
Μια μέρα πλησίασα περισσότερο. Κατάλαβε την παρουσία μου κι απομακρύνθηκε χωρίς να βιάζεται.
Εκείνο όμως το πρωινό του Νοέμβρη όταν τη βρήκα στο ίδιο σημείο , σήκωσε το χαμηλωμένο της πρόσωπο και μού είπε με τον πιο φυσικό τρόπο, σα να συνέχιζε μια κουβέντα που είχαμε μερικά δευτερόλεπτα πριν μια ριπή ανέμου από το πέλαγο πάρει λίγο πιο μακριά τα λόγια της:
«Είναι η τελευταία ιστορία που πετάω. Γιατί αυτή είναι η πρώτη. Ερχόμουν εδώ και τής έδινα κάθε πρωί την ιστορία μου να την διαβάσει, αλλά σήμερα μού είπε ξεκάθαρα ότι δεν θα το κάνει άλλο. Κι εγώ δεν θα γράψω άλλη ιστορία γι αυτό. Κάθε κύμα που διώχνω στη στεριά, δεν γυρίζει πίσω . Κάθε τι που συμβαίνει είναι αυτό που έγινε και δεν θα ξανασυμβεί ποτέ. Ό,τι γίνεται είναι τώρα. Κι αφού το είπαμε έχει πια τελειώσει. Μην περιμένεις άλλο πίσω από κλειστές πόρτες κοριτσάκι», μού είπε κι έφυγε. Κι έφυγε η θάλασσα, εκείνη, εγώ και όλα όσα είχαν συμβεί….
ΧΥΣΑΜΕΟΛΟΙ: Μετρώντας τα βήματά σου μέχρι την πόρτα
-Γιαγιάαααα
Στάθηκε έξω από την πόρτα κρατώντας μια σακούλα με τα βιβλία της. Τον λαιμό της αγκάλιαζαν τα ακουστικά του Walkman. Είχε πατήσει το stop στο κασετοφωνάκι. Τώρα οι σκέψεις της τριγυρνούσαν στο κεφάλι της απερίσπαστα.
Έσκυψε λίγο το κεφάλι της στον κόρφο της. Αηδία! Το στήθος της ανέδιδε εκείνη την απαίσια μυρωδιά. Χυσαμεόλοι. Έτσι έλεγαν την κόλλα που χρησιμοποιούσε ο πατριός της στο καράβι. «Γιατί τη λένε έτσι;» τον ρώτησε. «Γιατί μυρίζει άσχημα» τής απάντησε. Άραγε ήξερε η μικρή τη σήμαινε; Εκείνη δεν ήξερε. Το ένιωθε όμως. Όπως δεν ήξερε αν έτσι κάνουν οι πατεράδες στις κόρες, δεν είχε ποτέ έναν πριν. Καταλάβαινε όμως ότι οι νύχτες λίγο πριν την πάρει ο ύπνος ήταν κάθε βράδυ και πιο δύσκολες. Τα βήματά του στο δωμάτιό της πιο βιαστικά ,η πόρτα έκλεινε όλο και με περισσότερο θόρυβο. Εκείνη ήταν πάντα μακριά, όλο και πιο μακριά από αυτά.
Τώρα το σώμα της μύριζε Χυσαμεόλοι. Θα έκανε μπάνιο στη γιαγιά. Θα έβαζε καθαρά ρούχα. Θα έκανε επανάληψη τη Γεωγραφία. Αύριο είχαν διαγώνισμα.
-Γιαγιάαααα Χτύπησε το κουδουνι επίμονα Δεν ήθελε να κοιτάξει απέναντι στην πόρτα του άλλου διαμερίσματος απ όπου έφευγε απ όπου ήθελε να φύγει για πάντα. Αρκεί να άνοιγε η γιαγιά…
Εκείνη σηκώθηκε αργά από την πολυθρόνα. Το τελευταίο διάστημα το σώμα της το ένιωθε βαρύ, μολύβι. Τα πόδια της δεν ακολουθούσαν την εντολή του εγκεφάλου. Σταυροκοπήθηκε. Έξω το παιδί χτυπούσε το κουδούνι. Το παιδί. Πάλεψε ένας γρήγορος χτύπος στην καρδιά της Χτυπούσε κι εκείνος την πόρτα Το παιδί. Η Στέφη της
«Είναι καλός μαμά. Θα τον πάρω. Έχει χρήματα. Εσύ κι ο μπαμπάς θα μείνετε στο διπλανό διαμέρισμα»
Τον ζύγισε τον σύζυγο η Στεφανία. Μεγάλος σε ηλικία και σοβαρός. Με σέβας. Έτσι κι αλλιώς η Στέφη χρειαζόταν μια οικογένεια. Κι η Τζένη ήταν πάλι έγκυος. Όχι δεύτερη φορά το ίδιο λάθος.
Δεν ήξερε ότι το δεύτερο λάθος της κόρης της ήταν χειρότερο από το πρώτο.
«Αυτό τον γάμο τον έκανα για σένα μ ακούς» σφύριζαν τα λόγια της μάνας έγλειφαν το αυτί της πριν μπουν μέσα πριν φτάσουν μέχρι την ψυχή της να τη γεμίσουν ενοχές, οργή, απογοήτευση.
Ακούμπησε την πλάτη της στην ξύλινη εξώπορτα του διαμερίσματος, αφήνοντας κάτω τη σακούλα με τα βιβλία. Η πλάτη της γλύστρησε μέχρι τη βάση της πόρτας. Κάθισε στα πόδια της μετρώντας τα βήματα της γιαγιάς της. Αργεί.
Ένα, δύο, τρία, κάθε βήμα πάνω στο χτύπο της καρδιάς της. Κάθε λέξη ένα κοφτό αναφιλητό. «Αυτό τον γάμο τον έκανα για σένα» Ήθελε να φωνάξει! Τι έκανες για μένα; Μου στέρησες έναν πατέρα και μού έφερες έναν πατριό να γεμίζει το σώμα μου …χυσαμόλοι Να μην τολμώ να μείνω λεπτό μόνη μου στο δωμάτιό μου; Να είμαι μια ξένη στο ίδιο μου το σπίτι; Να κρύβομαι στη γιαγιά μου;
Ένιωσε τα βήματά της να πλησιάζουν και να σταματούν.
Η Στέφη μου! Δεν βλέπω εγώ το κομμένο πρόσωπό της; Δεν καταλαβαίνω ότι το παιδί θέλει να μένει εδώ με δυό γέρους παρά να είναι σπίτι της με την οικογένειά της και τον μικρό της αδελφό; Και πώς μυρίζει όταν έρχεται στο σπίτι μας! Σα να την έχουν λούσει με βενζίνη και κάτι άλλο βρώμικο, σαν …Κύριε Ελέησον! Κοντοστάθηκε η Στεφανία και το βλέμμα της πιο κουρασμένο κι από την ίδια έπιασε τη φλόγα του καντηλιού να τρεμοπαίζει.
-Γιαγιά.
Καθισμένη στη βάση της εξώπορτας η Στέφη έκλαιγε γοερά.
Για την κλειστή πόρτα πίσω από την πλάτη της. Για το γάμο που έκανε για…χάρη της η μαμά. Για το ΧΥΣΑΜΕΟΛΟΙ που πότιζε τα ρούχα και το δέρμα της. Για τα βήματά τους που γίνονταν όλο και πιο αργά.



Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου