Οικογενειακό πακέτο....απόσπασμα

-Τι σκέφτηκες πάλι Ελσάκι; -Κλείστο και πάμε στην παραλία… -Θα μαζεύουμε μπουκάλια και θα βάζουμε μέσα γράμματα. Μετά θα τα αφήσουμε να ταξιδέψουν στο Αιγαίο…Πού ξέρεις μπορεί να φτάσουν σε κάποιο νησί. -Σοβαρολογείς τώρα; -Όχι , απλώς θέλω να πάμε στη θάλασσα. Όπως τότε. Έριχναν πέτρες στη θάλασσσα θυμόταν εκείνο το καλοκαίρι…Η Έλσα έβλεπε το πρόσωπο του Ορέστη ανάμεσα στις αχτίδες του ήλιου που χάνονταν, και στις πέτρες που γυάλιζαν από το νερό. Λίγα μέτρα μακριά τους έπιναν τσίπουρο ο Θανάσης με την Ελπίδα. -Μ αγαπάς; Τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. -Δεν μ έχεις συνηθίσει σε τέτοιες ερωτήσεις… Τον κοιτούσε επίμονα σα νάθελε να φτάσει στην καρδιά του. Να δει τις σκέψεις του. Δεν την ενδιέφερε τόσο η απάντηση , όσο η αντίδρασή του. Αυτή η αμήχανη σιωπή που ενέτεινε την απόσταση μεταξύ τους, που γέμιζε τον αέρα με ερωτηματικά, με φράσεις μισοτελειωμένες. Κυρίως αυτό… Την αγαπούσε. Μ έναν τρόπο διαφορετικό, απ αυτόν που είχε αγαπήσει την Χριστίνα. Την αγαπούσε βαθιά. Την ένιωθε , την συμπονούσε. Αλλά δεν αναζητούσε το βλέμμα της κάθε πρωί, ούτε έψαχνε τρόπο για να είναι κοντά της, μέσα της, μαζί της όπως μ εκείνη. Την θαύμαζε για την ευθύτητα του χαρακτήρα της. Μια ευθύτητα αστραφτερή σα γιαταγάνι που γυάλιζε στον ήλιο και καμιά φορά η Ελπίδα το έστρεφε στον εαυτό της.


 

 Κρυφά για να μη δει εκείνος τις πληγές της. Την σέβονταν και την εκτιμούσε. Γιατί κρατούσε για εκείνον μόνον την χαρά και μάζευε τις λύπες για να τις νιώσει μόνη της, σαν τα πληγωμένα ζώα που γλύφουν κάπου κρυμμένα τις πληγές τους. Αλλά δεν την πόθησε ποτέ, όπως εκείνη, δεν του έλειψε ούτε μια φορά η γλύκα της σάρκας της στα χείλη του, δεν τον μεθούσε το άρωμα του δέρματός της, δεν ένιωσε ποτέ μαζί της ότι έχανε τον έλεγχο των χεριών του, του κορμιού του ολόκληρου. Της χάϊδεψε το μάγουλο τρυφερά. Μερικές άσπρες τρίχες είχαν εμφανιστεί στα εβένινα μαλλιά της. Ο χρόνος , αμείλικτος, σιωπηρός κι επίμονος έκανε τη δουλειά του. Έσκαβε τα ανοίγματα της γης μέσα τους για να κυλήσει το νερό τους μέχρι την πλατιά θάλασσα. Κανείς δεν μπορούσε ν αντισταθεί σ αυτή τη διαδρομή.

 

 


 Του χρόνου. . Ήταν ανώφελο να απαντήσει…Χάιδευτηκαν τα δάχτυλα μπλέχτηκαν το ένα με το άλλο και κρατήθηκαν σφιχτά. Κοίταζαν ένα ζευγάρι που πετούσε πέτρες στον ήλιο που έδυε Το γέλιο τους που το έπαιρναν τα κύματα τους παρέσερνε σε αναμνήσεις μιας ζωής που λίγο έζησαν μαζι..αλλά προσδοκούσαν να μοιραστούν κι άλλο. Οι πρώτοι έρωτες είναι ανεξίτηλοι λένε. Τους παίρνει για λίγο το κύμα μακριά, αλλά τους ξαναφέρνει πίσω. Μισούς ίσως, αποκαρδιωμένους από τις τρικυμίες του χρόνου, αλλά πάντα κάτι μένει να επιστρέψει στην καρδιά σου ως ανάμνηση. Περίπου την ίδια σκέψη μοιράστηκαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο δύο ζευγάρια σε παράλληλα καρέ ζωής στην ίδια παραλία.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΓΙΟΡΤΗ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ

Το Μουρουνέλαιο του Απόστολου Τζιτζικωστα, το γραφείο του Πεντζίκη και άλλες ιστορίες Ελληνικό Φαρμακευτικό Μουσείο

Τα μυστικά της Κατακόμβης: Ποιος ήταν ο τόπος μαρτυρίου του Αγίου Δημητρίου Θρύλοι, ιστορίες και ευρήματα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.