Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

Κάθε Κυριακή την ίδια ώρα

Τζίνα Ψάρρη Εκδόσεις Υδροπλάνο «Τώρα έχω μια καλή δικαιολογία για να μην πάω στην εκκλησία», γέλασε και άνοιξε το ραδιόφωνο. Όχι πως είχε καμιά διάθεση να παρακολουθήσει καμιά εκπομπή . Μια φωνή ήθελε να ακούσει και λίγες ευχάριστες νότες να χορεύουν γύρω της. Έφαγε κάτι πρόχειρο και, όπως πάντα, στις τέσσερεις ακριβώς, χώθηκε στη φαρδιά πολυθρόνα μπροστά στο παράθυρο για να απολαύσει τον καφέ της. Με δυο κουταλιές ζάχαρη, ακριβώς όπως ο πατέρας της, η αρρώστια δεν την είχε φοβίσει στο ελάχιστο. Αναζήτησε το κομπολόι του, χάιδεψε για ώρα τις κεχριμπαρένιες χάντρες και νοστάλγησε. Το αρχοντικό της στη Μενεμένη, τα γλυκά ελαφίσια μάτια του αδικοχαμένου αδερφού της, την Εμινέ. Πού να βρισκόταν άραγε; Πώς να ήταν τώρα η ζωή της; Θυμήθηκε με απόλυτη διαύγεια τη φτωχική ζεστασιά του σπιτιού της φιλενάδας της, τις κατάμαυρες πλεξούδες της, τα γέλια που έκαναν παρέα. Και μετάνιωσε που δεν αποδέχτηκε την πρόσκληση της Ξανθής να κατέβει στην πρωτεύουσα για τις γιορτές. Μετάνιωνε που καθόλου δεν την ενδιέφερε το γεγονός ότι η μάνα και η αδελφή του Κωστή δεν είχαν την ίδια ευαισθησία ποτέ της δε λειτούργησε συγκριτικά. Η Εύα με τον άντρα της είχε ταξιδέψει εις Παρισίους, η καλή της Νίτσα στο Ειρηνοχώρι, τα πάτρια εδάφη του συζύγου της. Η Κρυσταλλία την είχε προσκαλέσει για το χριστουγεννιάτικο γεύμα η αλήθεια είναι, μια πρόκληση τόσο χλιαρή, τόσο από κακώς εννοούμενη υποχρέωση, που η Γίτσα της την πέταξε κατάμουτρα. «Ευχαριστώ, δεν θα έρθω. Μην είμαι εγώ η αιτία να στερηθείτε ένα πιάτο φαϊ», της απάντησε καυστικά και η αδερφή της δεν προσπάθησε καν να αντιτείνει στην ειρωνεία. Θυμήθηκε την αγαπημένη της φίλη , που τούτη την ώρα θα άναβε με προσοχή την μενορά και θα προσευχόταν με το κεφάλι κατανυκτικά χαμηλωμένα. Και καθόλου δεν θα την ένοιαζε που όπως κάθε χρόνο έπρεπε για ώρες να ξεκολλάει τα περσινά λιωμένα κεριά με βελόνες, μαχαίρια ή ό,τι άλλο αιχμηρό χωρούσε στις μικρές υποδοχές! Πόσο της έλειπε!» Αυτή είναι η Γίτσα. Είναι η ηρωϊδα του βιβλίου «Κάθε Κυριακή την ίδια ώρα» εκδόσεις Υδροπλάνο. Η Τζίνα Ψάρρη, γράφει για τη Γίτσα και διηγείται με αμεσότητα, ζωντάνια και γλαφυρότητα το ταξίδι μιας ολόκληρης ζωής. Μαζί μ αυτό το ταξίδι της ίδιας της χώρας από την Προσφυγιά, στον Πόλεμο, στον Εμφύλιο, τη Δικτατορία και τη Μεταπολίτευση. Είναι μια ιστορία γεμάτη σοφία και ανθρωπιά. Ποτισμένη με τον μόχθο και την αγωνία της φιληνάδας της διπλανής μας πόρτας, της μητέρας ή της δικιάς μας γιαγιάς. Και διασώζει την αυθεντικότητα των χαρακτήρων και την εντιμότητα των ανθρώπων που δημιούργησαν αυτό που είμαστε, αυτό που είναι σήμερα η δική μας ζωή ή καλύτερα το δικό μας αξιακό σύστημα: «Τέντωσε με τα χείλη ένα ξεφτισμένο τσιμπιδάκι, να πιάσει την ατίθαση τούφα, να στερεώσει και την αμηχανία της μαζί. Δεν ήταν μαθημένη σε εξομολογήσεις, μέσα της τα κρατούσε όλα. Είχε από χρόνια δώσει όρκο στον εαυτό της να μην ξανακλάψει ποτέ. Όχι από πίκρα τουλάχιστον. Τον τήρησε. Ή, δεν της δόθηκε ο χρόνος να τον πατήσει. «Δεν είχες εύκολη ζωή μάνα μου», μουρμούρισε μέσα από τα σφιγμένα της χείλη η Ξανθή, να καταπιεί τον λυγμό που ανέβαινε κι έδενε κόμπο στον λαιμό της. «Μακάρι τη ζωή να τη διέταζες κι εκείνη να χαμήλωνε το κεφάλι υπάκουα. Αμήν, αλλά δεν γίνεται έτσι» «Λαχταράς ποτέ όσα δεν είχες;» «Δεν έχω τέτοιο δικαίωμα, κανείς δεν μου το έδωσε. Πόθησα την ηρεμία, μια ρουτίνα να με κάνει να βαρεθώ και δεν τη βρήκα ποτέ, από παιδί. Είχα άλλα, όμως. Έχω, ακόμα. Εδένα και την αδερφή σου, δυό γαμπρούς μαλάματα, εγγόνια. Είμαι ευλογημένη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι υπέροχες μέρες μια αυτοκτονία και η διέξοδος

Στην τελευταία ταινία του Βίμ Βέντρες «Υπέροχες Μέρες», ο Χιραγιάμα (Κότζι Γιακούσο) ζει τις μέρες του σε μια υπέροχη χαρμολύπη. Η μοναξιά ...