ΟΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΜΕΝΟΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Ο Γιώργος πιάνει τη σακούλα με χέρια που τρέμουν. Δεν είναι άπορος. Είναι μόνος και έχει πάρκινσον. Πάνω από τα 70 συνταξιούχος του ΟΑΕΕ πρώην ΤΕΒΕ με μια σύνταξη της ταλαιπώριας πεσμένη στα πατώματα που δεν λέει να σηκωθεί δεκαετίες τώρα όπως κι εκείνος. Κανονίστηκε όμως και πηγαίνει στο συσσίτιο της Εκκλησίας γιατί δεν μπορεί να μαγειρέψει πια. Τα γιουβαρλάκια του μετεωρίζονται επικίνδυνα καθώς συναντά τη Ναταλία –ένα πολύ ωραίο όνομα που δεν ταιριάζει σε μια τόσο άτυχη ζωή αλλά να που όλα γίνονται. Η Ναταλία, κάποτε Ναταλί όπως τη θυμόταν κάποιοι από τη γειτονιά που σήμερα ζυγώνουν στο τέλος της διαδρομής τους, ήταν μπαργούμαν και ό,τι άλλο σε ένα μπαρ με το όνομα Strass . Όλη η γειτονιά το ήξερε γιατί κάποια βράδια όταν ορισμένοι μεθούσαν γινόταν φασαρίες και καλούσαν το 100. Τα χρόνια πέρασαν, το μπαρ έκλεισε κι έμεινε η Ναταλί να κοιμάται μέσα στο μαγαζί γιατί δεν είχε πού να πάει. Στην αρχή τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα γιατί τη θυμόταν και την πρόσεχαν οι πρώην θαμώνες. Μετά όμως, όταν ο ιδιοκτήτης του μπαρ διέκοψε την παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος και του νερού για να αναγκάσει τη Ναταλί να φύγει από εκεί μέσα η κατάσταση έγινε πολύ δύσκολη κι η κυρα Ναταλία με ρούχα πια που της έδιναν και ρνερό που έπαιρνε από μια δημόσια βρύση έγινε ένα Γ όχι καλλιγραφικό αλλά σκεβρωμένο με το κεφάλι της να μην μπορεί να δει πια τον ουρανό μόνο να είναι καταδικασμένο να κοιτάζει τις στραβές πλάκες στο βρώμικο πεζοδρόμιο της γειτονιάς μας.
( χριστουγεννιάτικο στολίδι από πλακέτα υπολογιστή Λιζέττα Φοτογλου) Τους παρακολουθώ να περπατούν αργά παίρνοντας τον δρόμο μιας αβέβαιης επιστροφής και σκέφτομαι ότι μπορώ πια να καταλάβω από το περπάτημά του ποιος είναι ή αισθάνεται μόνος του σ αυτή την πόλη που απλώνει τον ιστό της γύρω μας. Στις mega-cities που ζούμε οι περίοδο των γιορτών υπογραμμίζουν με μνησικακία όλα όσα μας λείπουν. Οι ταμπέλες νέον και τα φώτα κάνουν την ακριβώς δίπλα γωνία να φαίνεται ακόμη πιο σκοτεινή. Σ αυτό το blue-black χρώμα οι άνθρωποι χάνονται όχι σαν σκιές , απλώς απορροφώνται από την έλλειψη φωτός. «Νο contact: Μια νέα γενιά μεγαλώνει με την ιδέα ότι η οικογένεια δεν είναι ιερή αν καταστρέφει. Το «no contact» παύει να είναι ντροπή και γίνεται πράξη αυτοπροστασίας αλλά αφήνει πίσω του βαθιά ρήγματα και ανομολόγητους πόνους» γράφει ο Μίλτος Τόσκας στο olafag.gr Νεότερες κυρίως ηλικίες που ζώντας σε πόλεις ή χώρες μακριά από την οικογένειά τους, στέλνουν ένα ευχετήριο email ή το συνηθέστερο κάνουν μια videoκλήση για να πουν Καλή Χρονιά. Ένας καφές στα πεταχτά κάθε δύο τρία χρόνια και ο επίλογος γράφεται σε μια κηδεία συγγενούς, το μνημόσυνο έχει πολύ λιγότερες παρουσίες. Τραυματικές σχέσεις, απλώς απόσταση σε μια κοινωνία που γενικά δεν αφήνει χώρο παρά μόνο για «προοδο» και «ευημερία» μέσω δουλειάς ή Τεχνητής Νοημοσύνης. Και είναι και οι άλλοι, -ίσως κι εμείς κατά κάποιο τρόπο- οι εξαφανισμένοι ή μάλλον αυτοί που θέλουν να χαθούν.
Το φαινόμενο Johatsu καταγράφεται αρχικά στην Ιαπωνία. Είναι λένε, μια πράξη «διαγραφής εαυτού» και γύρω από αυτήν στήνεται μια βιομηχανία παροχής υπηρεσιών ακόμη και ακινήτων για τους…χαμένους. Ίσως αυτό το …Johatsu (εξάτμιση θα πει στα γιαπωνέζικα η λέξη) να ξεκίνησε με κάποια ακόμη οικονομική κρίση που δημιούργησε άλλη μια φουρνιά χρεωμένων, χρεωκοπημένων και κυνηγημένων από εισπρακτικές και πολλά χειρότερα ακόμη, ανθρώπων. Ίσως όμως –έχω βάσιμες υποψίες γι αυτό- το johatsu να είναι μια διαγραφή ταυτότητας ως μία πράξη delete & restart Στο «πάμε πάλι από την αρχή» για να το δούμε πιο αισιόδοξα, συμβάλλουν αποφασιστικά οι εταιρείες «νυχτερινών μετακομίσεων», yonige-ya οι οποίες αναλαμβάνουν να σου συσκευάσουν τα υπάρχοντα και να τα μεταφέρουν σε μια άλλη πόλη , να σου αλλάξουν ταυτότητα, διαβατήριο κλπ… Άραγε σκέφτομαι θα υπάρξουν και εταιρείες αναζήτησης των Johatsu; Κάποιοι σαν εντοπιστές των χαμένων ανθρώπων; Και τι θα συμβεί όταν ο εντοπιστής … «συλλάβει» τον χαμένο; Έχεις δικαίωμα να εξαφανιστείς σε έναν κόσμο που δημιουργείται ακριβώς γι αυτό: Για να εντοπίζει τα ίχνη σου; …………………… Περπατώ σε μια πόλη που ίσως την προτιμώ άδεια –ξέρω ότι είμαστε πολλοί σ αυτή την κατηγορία- γιατί εκεί στις παρόδους των μεγάλων δρόμων νιώθω να φορτώνει μέσα μου όλο αυτό το disconnection και το «disfunction» να με αποσυντονίζει. Ψάχνω-ευτυχώς υπάρχει-διέξοδο προς τη θάλασσα και την ακολουθώ μετρώντας κενές σελίδες σε μια ζωή που ολοκληρώνει κύκλους με κεκτημένη ταχύτητα. Πίσω από την πλάτη μου τα φώτα των παραλιακών οικοδομών αστράφτουν σαν φλας εκτινάσσοντας ευχές από τα μπαλκόνια. Μπροστά μου ο ορίζοντας ανέφελος αλλά αινιγματικός. Η θαλασσινή αύρα κοντοστέκεται πριν εισβάλλει δυναμικά στην πόλη επιβάλλοντας την αλλαγή του χρόνου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ ΑΝΤΙΗΡΩΕΣ

Οι διαδρομές του Μανώλη Αναγνωστάκη στη Θεσσαλονίκη

ΜΕΤΡΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ